- ἐστηλοκοπημένος
- στηλοκοπέωinscribe on aperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστηλιτεύω — (AM) (επιτ. τ. τού στηλιτεύω*) μσν. κατηγορώ, κατακρίνω με δριμύτητα, στηλιτεύω έντονα αρχ. 1. αναγράφω το όνομα κάποιου σε στήλη ή σε άλλο ψηλό και δημόσιο μέρος για στιγματισμό, επιφέρω ατιμία ή δυσφημία σε κάποιον, τόν στιγματίζω 2. φρ.… … Dictionary of Greek